- έκθυμα
- το мед. сыпь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έκθυμα — Μολυσματική πάθηση του δέρματος, η οποία προκαλείται από στρεπτόκοκκους και προσβάλλει συνήθως εξασθενημένους οργανισμούς. Το έ. εντοπίζεται κυρίως στις κνήμες και εκδηλώνεται, αρχικά, με τη δημιουργία μίας φυσαλίδας, με πυώδες ή πυσαιματηρό… … Dictionary of Greek
ἐκθύμασι — ἔκθυμα pustule neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθύματα — ἔκθυμα pustule neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)